χορταρίου

χορταρίου
χορτάριον
coarse grass
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θράσεμα — το [θρασεύω] 1. υπερβολικό θάρρος, θράσος 2. (κυρίως για φυτά) γρήγορη ανάπτυξη, φούντωμα («το θράσεμα τού χορταριού») …   Dictionary of Greek

  • Κέλερ, Μπόρις Αλεξάντροβιτς — (Boris Aleksandrovich Keller, Πετρούπολη 1874 – Μόσχα 1945). Ρώσος βοτανολόγος. Διετέλεσε μέλος της Ακαδημίας Γεωργικών Επιστημών Β.I. Λένιν και μέλος του Κομουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ένωσης. Το 1902 αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Καζάν …   Dictionary of Greek

  • πράσινος — η, ο 1. αυτός που έχει το χρώμα του πράσου. 2. αυτός που έχει γενικά το χρώμα της χλόης, του χορταριού: Στα πράσινα λιβάδια, τα ζωντανά κοπάδια, βελάζουν και πηδάν (Βηλαράς). 3. για καρπούς, ο άγουρος: Τα βερίκοκα είναι πράσινα ακόμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρασίνισμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του πρασινίζω, το βάψιμο με χρώμα πράσινο: Δύσκολα βγαίνει ο λεκές από πρασίνισμα χορταριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χορταποθήκη — η αποθήκη χορταριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χορτοκοπτικός — ή, ό αυτός που χρησιμεύει για το κόψιμο του χορταριού: Έχει αγοράσει χορτοκοπτική μηχανή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”